- λυκοβατίας
- λυκοβατίας, ὁ (Α)φρ. (κατά τον Ησύχ.) «λυκοβατίας δρυμός» — ο δρυμός στον οποίο ζουν οι λύκοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -βατίας (< βατός + κατάλ. -ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… … Dictionary of Greek
Λυκαβηττός — Λόφος (277 μ.) στο κέντρο της Αθήνας, κωνικού σχήματος. Η πρόσβαση στον λόφο διευκολύνεται με τελεφερίκ. Στην κορυφή του Λ. υπάρχει η εκκλησία του Άη Γιώργη (που παλαιότερα είχε δώσει την ονομασία σε όλο τον λόφο), ενώ στη δυτική πλαγιά βρίσκεται … Dictionary of Greek